- μεταβυζαντινός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίοδο που ακολούθησε την πτώση τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας («μεταβυζαντινή τέχνη»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταβυζαντινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίοδο από την πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453) ως την ελληνική επανάσταση (1821): Είναι έργο μεταβυζαντινής τέχνης. 2. «μεταβυζαντινή περίοδος», το χρονικό διάστημα από το 1453 (πτώση της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ύπατος, Ιωάννης — Μεταβυζαντινός ζωγράφος του 17ου αι. Στα 1682 διακόσμησε τον νάρθηκα της μονής της Καισαριανής με πολυπρόσωπες συνθέσεις κατά τα παλαιολόγεια πρότυπα … Dictionary of Greek
Χρυσολωράς, Γεώργιος — Μεταβυζαντινός ζωγράφος του 18ου αι., γνωστός και ως Χρυσολουράς. Ο X. εργάστηκε στη Λευκάδα και στην Κέρκυρα. Έργα του βρίσκονται στους ναούς του Aγίου Δημητρίου, του Aγίου Νικολάου και του Aγίου Σπυρίδωνα της Λευκάδας, στα Γιάννενα και στο… … Dictionary of Greek
μεταβυζαντινισμός — ο η ενασχόληση με τη μεταβυζαντινή εποχή, η επιστημονική μελέτη τής μετά την κατάλυση τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας περιόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταβυζαντινός + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek